- παρακατάσχω
- Απαρακρατώ μέρος τών οφειλομένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακατάσχω — παρακατέχω keep back aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατάσχεση — η / παρακατάσχεσις έσεως, ΝΜΑ) [παρακατάσχω] νεοελλ. (νομ.) η κατακράτηση από τον οφειλέτη μιας οφειλόμενης παροχής, μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει δική του συναφή και ληξιπρόθεσμη οφειλή προς τον οφειλέτη, αλλ. επίσχεση μσν. αρχ. διακατοχή,… … Dictionary of Greek